ΑΘΛΗΤΙΚΕΣ ΚΑΚΩΣΕΙΣ

Αθλητικές κακώσεις είναι όλοι εκείνοι οι τραυματισμοί που συμβαίνουν κατά τη διάρκεια μιας αθλητικής δραστηριότητας τόσο σε επαγγελματικό όσο και σε ερασιτεχνικό επίπεδο και οφείλονται, συνήθως, σε πλημμελή προπόνηση όπως για παράδειγμα η ανεπαρκής προθέρμανση ή σε λανθασμένη χρήση των προστατευτικών μέσων.
Στην πράξη βέβαια μια ένας τραυματισμός που συγκαταλέγεται στις κατηγορίες των αθλητικών κακώσεων μπορεί να συμβεί σε όλους τους ανθρώπους, ακόμη και αν αυτοί δεν αθλούνται, ειδικά δε τα παχύσαρκα άτομα και οι άνθρωποι της τρίτης ηλικίας.
Οι αθλητικές κακώσεις διακρίνονται σε δύο κατηγορίες, οι οποίες είναι οι οξείες που προκαλούνται από ένα τραυματικό γεγονός και οι κακώσεις από υπερβολική χρήση. Πιο συχνά συναντώνται οι εξής τύποι κακώσεων:
- Μυϊκοί τραυματισμοί
- Κατάγματα και εξαρθρήματα
- Κακώσεις συνδέσμων και διαστρέμματα
- Τενοντίτιδες
Keep this to have all items collapsed by default
It is hidden using css in the Advanced tab -> Custom CSS
Ένας από τους πιο κοινούς τραυματισμούς στο γόνατο είναι η ρήξη μηνίσκου, η οποία μπορεί να συμβεί όταν προηγηθεί μια απότομη και βίαιη αλλαγή κατεύθυνσης της άρθρωσης του γονάτου. Μπορεί αυτός ο τραυματισμός να συγκαταλέγεται στις αθλητικές κακώσεις, ωστόσο είναι δυνατόν να συμβεί σε οποιονδήποτε, δεδομένου ότι η εν λόγω άρθρωση είναι αυτή που επιβαρύνεται περισσότερο σε κάθε μας βήμα.
Στο γόνατο υπάρχουν δύο μηνίσκοι: ο εσωτερικός και ο εξωτερικός. Και οι δύο μαζί συνθέτουν την περίπλοκη άρθρωση του γόνατος και χάρη σε αυτούς μπορούμε να εκτελέσουμε κινήσεις αυξημένης έκτασης και κάμψης, καθώς επίσης και περιορισμένες περιστροφικές κινήσεις.
Ο έσω μηνίσκος είναι πιο ευάλωτος σε τραυματισμούς, καθώς ο έξω μηνίσκος αντέχει περισσότερη καταπόνηση λόγω της ευκινησίας του. Πρέπει να σημειωθεί ότι η ρήξη μηνίσκου έχει διάφορες μορφές που σχετίζονται τόσο με το μέγεθος του τραύματος όσο και με το είδος του, αν δηλαδή είναι εκφυλιστική, ακτινωτή κ.ά.
Μετά τη ρήξη του μηνίσκου χάνεται η ικανότητα απόσβεσης των κραδασμών και της σταθεροποίησης της άρθρωσης και κάθε μικρή κίνηση προκαλεί οξύ πόνο.

Το βασικό σύμπτωμα της ρήξης μηνίσκου είναι ο πόνος, αλλά μπορεί να μην γίνει αισθητός την ώρα πρόκλησης του τραυματισμού. Ο πόνος εστιάζει στην εσωτερική ή στην εξωτερική πλευρά, ανάλογα με τον μηνίσκο που έχει υποστεί ρήξη. Σε κάποια περιστατικά ο ασθενής μπορεί να αισθανθεί πόνο παντού μέσα στο γόνατο.
Άλλα συμπτώματα της ρήξης μηνίσκου είναι το οίδημα, η δυσκαψία, η αστάθεια, η αδυναμία πλήρους έκτασης του γονάτου σαν να έχει «κλειδώσει», καθώς επίσης και ένας χαρακτηριστικός ήχος που ακούγεται από την άρθρωση την ώρα του τραυματισμού.
Η ρήξη μηνίσκου αντιμετωπίζεται συντηρητικά ή χειρουργικά, ανάλογα με τον τύπο της ρήξης, το εύρος της και το σημείο που εντοπίζεται. Ταυτόχρονα, ο ορθοπαιδικός χειρουργός λαμβάνει υπ’ όψιν του την ηλικία και το είδος των δραστηριοτήτων του πάσχοντα, ώστε να καταλήξει στην ενδεδειγμένη αντιμετώπιση.
Η ρήξη πρόσθιου χιαστού επέρχεται τις περισσότερες φορές μετά από βίαιη και έντονη στροφή του γόνατος, η οποία οδηγεί στο κόψιμο του συνδέσμου. Χαρακτηριστικές περιπτώσεις ρήξης πρόσθιου χιαστού είναι όταν ένας αθλητής του μπάσκετ επιχειρεί τη λεγόμενη κίνηση pivot, όταν ένας ποδοσφαιριστής αλλάζει απότομα κατεύθυνση ή όταν απλώς ένας άνθρωπος επιχειρεί να σηκωθεί από καθήμενη στάση στρίβοντας το γόνατο.

Αμέσως μετά προκαλείται αστάθεια στο γόνατο και βέβαια αυτός ο τραυματισμός πρέπει να διαγνωστεί και να αντιμετωπιστεί άμεσα, ειδάλλως μπορεί να οδηγήσει σε επιπλέον βλάβες, όπως είναι η αρθρίτιδα, η χονδροπάθεια και η ρήξη μηνίσκου.
Το πρώτο σύμπτωμα της ρήξης πρόσθιου χιαστού είναι ο χαρακτηριστικός ήχος που ακούγεται συχνά την ώρα του τραυματισμού και η αστάθεια, ενώ μετά από μερικές ώρες στην πλειονότητα των περιπτώσεων θα εμφανιστεί οίδημα.
Πρέπει να σημειωθεί ότι η ρήξη του πρόσθιου χιαστού δεν απαιτεί πάντα χειρουργική επέμβαση. Εξίσου σημαντικό όμως είναι να γνωρίζουμε ότι η ολική ρήξη δεν θα επουλωθεί ποτέ ενώ η μερική είναι πιθανό να ακολουθηθεί από μια ολική. Παράλληλα με τη ρήξη του πρόσθιου χιαστού μπορεί να εντοπιστούν άλλοι σύνδεσμοι και χόνδροι που έχουν υποστεί βλάβες, κυρίως του έσω πλαγίου συνδέσμου και του έξω ή έσω μηνίσκου.
Το πρώτο στάδιο αντιμετώπισης, μετά την κλινική και τις απεικονιστικές εξετάσεις, περιλαμβάνει ασκήσεις και φυσικοθεραπεία. Από εκεί και πέρα ο ορθοπαιδικός χειρουργός και ο ασθενής θα αποφασίσουν τη θεραπεία και αν θα προχωρήσουν σε αρθροσκόπηση, αφού ο πρώτος συνυπολογίσει την ηλικία, το εύρος και το είδος του τραυματισμού και τις καθημερινές συνήθειές του.
Η ρήξη του υπερακανθίου αποτελεί μία από τις πιο κοινές αιτίες που προκαλούν πόνο στον ώμο. Τις περισσότερες φορές η ρήξη του τένοντα του υπερακανθίου μυός, που εντοπίζεται κάτω από τη λεγόμενη επωμίδα, οφείλεται σε κάποιο τραύμα ή σε επαναλαμβανόμενους τραυματισμούς μικρότερης έκτασης.
Η ρήξη είναι είτε πλήρης είτε μερική και βάσει της κλινικής και ερευνητικής βιβλιογραφίας τις περισσότερες φορές προκαλείται μετά από πτώση πάνω στον ώμο, μετά από άρση μεγάλου βάρους ή έπειτα από μετατόπιση του ώμου. Κάποιες φορές η ρήξη μπορεί να αποτελεί προϊόν φθοράς του χρόνου, κατάσταση η οποία χαρακτηρίζεται ως εκφυλιστική ρήξη υπερακανθίου.
Τα κύρια συμπτώματα της ρήξης του υπερακανθίου συνοψίζονται ως εξής:
- Περιορισμός στο εύρος των κινήσεων
- Έντονος πόνος όταν σηκώνουμε ή κατεβάζουμε το χέρι
- Πόνος όταν ξαπλώνουμε στο πλάι από την πλευρά του τραυματισμένου ώμου
- Δυσκολία στην ανύψωση του βραχίωνα
- Δυσκαμψία στον ώμο
Μάλιστα ο πόνος εμφανίζεται σχεδόν πάντα αμέσως μετά τη ρήξη, οπότε η επίσκεψη στον ορθοπαιδικό χειρουργό πρέπει να γίνει άμεσα, διότι σε διαφορετική περίπτωση μπορεί να προκληθεί αξιοσημείωτη αδυναμία στην κίνηση του χεριού.

Αξίζει να σημειωθεί ότι οι αθλητές που χρησιμοποιούν πολύ το χέρι τους εκτείνοντάς το πάνω από τον ώμο, όπως οι τενίστες, όσοι σηκώνουν καθημερινά πολλά βάρη, εκείνοι που απασχολούνται σε χειρωνακτικές εργασίες και οι άνθρωποι άνω των 40 ετών, έχουν αυξημένες πιθανότητες να υποστούν ρήξη του υπερακανθίου.
Η θεραπεία της ρήξης του υπερακανθίου ποικίλλει ανάλογα με τη βαρύτητα του περιστατικού. Μία μορφή αντιμετώπισης είναι η φαρμακευτική με τη χορήγηση αναλγητικών και αντιφλεγμονωδών. Άλλος τρόπος είναι η φυσικοθεραπεία με συγκεκριμένες ασκήσεις που στοχεύουν στην ενδυνάμωση και στην αποκατάσταση της κινητικότητας. Άλλη προσέγγιση είναι οι ενέσεις στεροειδών, οι οποίες όμως προσφέρουν μόνο προσωρινή ανακούφιση. Η τέταρτη θεραπευτική μέθοδος είναι η χειρουργική επέμβαση και συγκεκριμένα η αρθροσκόπηση ώμου, δίνοντας εξαιρετικά αποτελέσματα.
Κάθε απότομη και έντονη κίνηση οποιασδήποτε άρθρωσης που υπερβαίνει το εύρος περιστροφής της, ονομάζεται διάστρεμμα. Πρόκειται για το γνωστό «στραμπούληγμα» το οποίο συμβαίνει πιο συχνά στην ποδοκνημική, καθώς κάθε άνθρωπος θα υποστεί ένα διάστρεμμα σε αυτή την περιοχή τουλάχιστον μία φορά στη ζωή του, ενώ το 50% περισσότερα από ένα και στα δύο πόδια.
Το διάστρεμμα είναι πολύ σύνηθες στους δρομείς σε ανώμαλο έδαφος, στους αθλητές που κάονυν απότομες αλλαγές κατεύθυνσης, όπως το μπάσκετ, το τένις και το ποδόσφαιρο, ακόμη και στο περπάτημα, διότι αρκεί να χάσει κάποιος την ισορροπία του τη στιγμή που βασίζεται στην ποδοκνημική άρθρωση.

Περισσότερο επιρρεπείς στο διάστρεμμα είναι όσοι έχουν περιττό βάρος, όσοι κάνουν καθιστική ζωή και ακολουθούν ανθυγιεινή διατροφή, όσοι φορούν ακατάλληλα παπούτσια, όταν δεν έχει γίνει σωστή προθέρμανση του αθλητή, όταν ο αγωνιστικός χώρος είναι κακός ή όταν δεν υπάρχει ο ενδεδειγμένος συντονισμός των μυών του ποδιού.
Την ώρα που συμβαίνει το διάστρεμμα παρατηρείται βίαιη διάταση των συνδέσμων, κάτι που μπορεί να οδηγήσει ακόμη και σε πλήρη ρήξη τους. Συχνό φαινόμενο είναι το διάστρεμμα να συνοδεύεται από οίδημα στα γύρω οστά ή από κατάγματα, όπως στην περόνη και στο μετατάρσιο.
Τα συμπτώματα αφορούν πόνο, οίδημα, αιμάτωμα και αδυναμία βάδισης, η ένταση των οποίων μπορεί να κυμαίνεται από ήπια μέχρι και έντονη.
Το διάστρεμμα κατατάσσεται σε 1 από τις 3 κλίμακες, αναλόγως της βαρύτητάς του:
- 1ου βαθμού: Ελαφρά ρήξη, διάταση συνδέσμων, κάτι το οποίο καταγράφεται στο 80% των περιπτώσεων.
- 2ου βαθμού: Μερική ρήξη συνδέσμων που αντιπροσωπεύει το 15% των περιπτώσεων.
- 3ου βαθμού: Πλήρης ρήξη συνδέσμων που αντιστοιχεί στο 5% των περιπτώσεων.
- Τα συμπτώματα του διαστρέμματος της ποδοκνημικής, ανάλογα με τη βαρύτητα, είναι συνήθως από ένα ήπιο οίδημα (πρήξιμο) της περιοχής και ήπιος πόνος έως σοβαρό οίδημα, αιμάτωμα, πόνος και αδυναμία βάδισης.
Σε πρώτο επίπεδο το διάστρεμμα αντιμετωπίζεται με τη μέθοδο P.R.I.C.E. που αναλύεται ως εξής:
- Protection: Προστασία παύοντας κάθε δραστηριότητα και φόρτιση
- Rest: Ανάπαυση
- Ice: Παγοθεραπεία για τουλάχιστον 15 λεπτά καθημερινά
- Compression: Η επίδεση μειώνει το πρήξιμο και το αιμάτωμα και ταυτόχρονα περιορίζει την κινητικότητα της άρθρωσης
- Elevation: Τοποθέτηση του ποδιού σε ανυψωμένη θέση για την ανακούφιση του οιδήματος και του αιματώματος
Συνήθως αυτή η αποκατάσταση συνοδεύεται από φυσικοθεραπείες ώστε να αποκατασταθεί η λειτουργία της άρθρωσης και να ενδυναμωθούν οι μύες. Αν όμως το πρόβλημα δεν αποκατασταθεί μέσα σε 6 μήνες, τότε πιθανόν υποκρύπτεται άλλο πρόβλημα, όπως μετατραυματική αστάθεια, ενδαρθρικές ουλές, άσηπτη νέκρωση οστού, ελεύθερο οστεοχόνδρινο σώμα, οστεοχόνδρινο έλλειμμα, σχαλιδωτική οστεοχονδρίτιδα, χόνδρινο ενδαρθρικό κάταγμα, μετατραυματικά οστεόφυτα. Για όλα αυτά τα αίτια ο ορθοπαιδικός χειρουργός μπορεί να δώσει λύση αξιοποιώντας ελάχιστα επεμβατικές μεθόδους, όπως η αρθροσκόπηση της ποδοκνημικής.
Η θλάση είναι κάκωση/τραυματισμός των μυών κατά τη διάρκεια άθλησης και αποτελεί την πιο συχνή μορφή που συναντάται σε αθλητές.
Όπως και το διάστρεμμα έτσι και η θλάση διακρίνεται σε 3 κλίμακες:
- 1ου βαθμού: μικρής έκτασης ρήξη/διάταση των μυϊκών ινών.
- 2ου βαθμού: μερική ρήξη των μυϊκών ινών, χωρίς όμως να διακοπεί η συνέχεια του μυός
- 3ου βαθμού: ρήξη ευρείας έκτασης στις μυϊκές ίνες ή ακόμη και πλήρης διατομή του μυός
Η θλάση προκαλείται μετά από υπερβολική σύσπαση του μυός πέρα από τις δυνατότητές του. Συνηθέστερα αίτια είναι η πλημμελής προθέρμανση, η άσκηση υπερβολικής δύναμης από τον μυ και η κακή τεχνική ή ο ακατάλληλος εξοπλισμός και ο κακός αγωνιστικός χώρος.
Τις περισσότερες φορές η θλάση αφορά τη μυοτενόντιο περιοχή, όπου ο μυς μεταπίπτει σε τένοντα. Αξίζει να σημειωθεί ότι όταν ένας αθλητής υποστεί θλάση, τότε η πάσχουσα περιοχή καθίσταται πιο ευαίσθητη και επιρρεπής να υποστεί και άλλες στο μέλλον.
Η θλάση προκαλεί κατευθείαν πόνο και ο πάσχων αισθάνεται εξαιρετικά ευαίσθητη την περιοχή. Επίσης, εμφανίζεται οίδημα και έπειτα αιμάτωμα, ενώ οι κοντινές στη θλάση αρθρώσεις χάνουν το εύρος της κινητικότητάς τους.

Κατά την οξεία φάση της θλάσης ο ορθοπαιδικός χειρουργός μπορεί να προτείνει τη χορήγηση Πλάσματος Πλούσιο σε Αιμοπετάλια (PRP) και Διαδερμική Ηλεκτρόλυση (EPI) επιταχύνοντας την επιστροφή του πάσχοντα στις αθλητικές δραστηριότητες.
Παράλληλα, ο πάσχων θα ακολουθήσει ασκήσεις μικρής έντασης και με την πάροδο των ημερών θα προστεθούν ασκήσεις για ενδυνάμωση.
Εάν πρόκειται για θλάση 3ου βαθμού τότε η θεραπεία είναι η χειρουργική συρραφή των ινών του μυός και η ακινητοποίηση, προκειμένου να επέλθει επούλωση. Η κινητοποίηση και η ενδυνάμωση θα γίνει σταδιακά.
Ξεχωριστή προσέγγιση απαιτεί η θλάση των κοιλιακών προσαγωγών, δεδομένου ότι μπορεί να αποκτήσουν χρόνιο χαρακτήρα επηρεάζοντας σοβαρά την πορεία του αθλητή. Για αυτό ο ορθοπαιδικός χειρουργός πρέπει να γνωρίζει ότι απαιτείται ενδελεχής ανάλυση της περιοχής ώστε να εντοπίσει τυχόν κήλες, οστικά οιδήματα της λεκάνης και ουλοποίηση τωντενόντων. Από εκεί και πέρα υπάρχουν διαθέσιμες ελάχιστα επεμβατικές τεχνικές που αντιμετωπίζουν και αυτόν τον τύπο θλάσης με μεγάλη αποτελεσματικότητα.
Το πρώτο μέτρο που πρέπει να ληφθεί μετά τη θλάση είναι η περίδεση και η ακινητοποίηση του άκρου σε ανυψωμένη θέση. Εξίσου σημαντικό είναι να τοποθετείται τακτικά το πρώτο 48ωρο πάγος ή ψυχρό επίθεμα, για περίπου 20 λεπτά, ώστε να μειωθούν το οίδημα, ο πόνος και το αιμάτωμα.