ΕΛΛΗΝΙΚΑ

Η ρήξη του υπερακανθίου αποτελεί μία από τις πιο κοινές αιτίες που προκαλούν πόνο στον ώμο. Τις περισσότερες φορές η ρήξη του τένοντα του υπερακανθίου μυός, που εντοπίζεται κάτω από τη λεγόμενη επωμίδα, οφείλεται σε κάποιο τραύμα ή σε επαναλαμβανόμενους τραυματισμούς μικρότερης έκτασης.

Η ρήξη είναι είτε πλήρης είτε μερική και βάσει της κλινικής και ερευνητικής βιβλιογραφίας τις περισσότερες φορές προκαλείται μετά από πτώση πάνω στον ώμο, μετά από άρση μεγάλου βάρους ή έπειτα από μετατόπιση του ώμου. Κάποιες φορές η ρήξη μπορεί να αποτελεί προϊόν φθοράς του χρόνου, κατάσταση η οποία χαρακτηρίζεται ως εκφυλιστική ρήξη υπερακανθίου.

Τα κύρια συμπτώματα της ρήξης του υπερακανθίου συνοψίζονται ως εξής:

  1. Περιορισμός στο εύρος των κινήσεων
  2. Έντονος πόνος όταν σηκώνουμε ή κατεβάζουμε το χέρι
  3. Πόνος όταν ξαπλώνουμε στο πλάι από την πλευρά του τραυματισμένου ώμου
  4. Δυσκολία στην ανύψωση του βραχίωνα
  5. Δυσκαμψία στον ώμο


Μάλιστα ο πόνος εμφανίζεται σχεδόν πάντα αμέσως μετά τη ρήξη, οπότε η επίσκεψη στον ορθοπαιδικό χειρουργό πρέπει να γίνει άμεσα, διότι σε διαφορετική περίπτωση μπορεί να προκληθεί αξιοσημείωτη αδυναμία στην κίνηση του χεριού.

Αξίζει να σημειωθεί ότι οι αθλητές που χρησιμοποιούν πολύ το χέρι τους εκτείνοντάς το πάνω από τον ώμο, όπως οι τενίστες, όσοι σηκώνουν καθημερινά πολλά βάρη, εκείνοι που απασχολούνται σε χειρωνακτικές εργασίες και οι άνθρωποι άνω των 40 ετών, έχουν αυξημένες πιθανότητες να υποστούν ρήξη του υπερακανθίου.

Η θεραπεία της ρήξης του υπερακανθίου ποικίλλει ανάλογα με τη βαρύτητα του περιστατικού. Μία μορφή αντιμετώπισης είναι η φαρμακευτική με τη χορήγηση αναλγητικών και αντιφλεγμονωδών. Άλλος τρόπος είναι η φυσικοθεραπεία με συγκεκριμένες ασκήσεις που στοχεύουν στην ενδυνάμωση και στην αποκατάσταση της κινητικότητας. Άλλη προσέγγιση είναι οι ενέσεις στεροειδών, οι οποίες όμως προσφέρουν μόνο προσωρινή ανακούφιση. Η τέταρτη θεραπευτική μέθοδος είναι η χειρουργική επέμβαση και συγκεκριμένα η αρθροσκόπηση ώμου, δίνοντας εξαιρετικά αποτελέσματα.