ΚΑΤΑΓΜΑΤΑ

Με τον όρο κατάγματα εννοούμε τα ραγίσματα ή την πλήρη λύση της συνέχειας των οστών, δηλαδή το γνωστό σπάσιμο με παρεκτόπιση και/ή χωρίς συντριβή των τμημάτων του.
Για να συμβεί ένα κάταγμα απαιτείται η άσκηση υπερβολικής δύναμης, όπως συμβαίνει σε ένα τροχαίο ατύχημα. Την ίδια ώρα όμως υπάρχουν και άλλες δύο κατηγορίες καταγμάτων: τα παθολογικά και τα κοπώσεως, για την πρόκληση των οποίων αρκεί μια χαμηλής έντασης δύναμη.
Τα παθολογικά κατάγματα οφείλονται σε αίτια όπως η οστεοπόρωση, η κύστη και ο όγκος. Σε ό,τι αφορά τα κατάγματα κοπώσεως, αυτά αφορούν υγιή οστά που σπάζουν με την άσκηση μικρής δύναμης, και υπό άλλες συνθήκες δεν θα μπορούσαν να προκληθούν. Εμφανίζονται συνήθως σε αθλητές και ειδικά σε δρομείς των οποίων τα οστά δέχονται επαναλαμβανόμενες και μεγάλες δυνάμεις. Επίσης, κάποια κατάγματα αποδίδονται σε μεταβολικά σύνδρομα, όπως η έλλειψη βιταμίνης D και σε γενετικά νοσήματα τα οποία επιδρούν αρνητικά στην υγιή ανάπτυξη των οστών, όπως για παράδειγμα είναι η ατελής οστεογένεση.
Keep this to have all items collapsed by default
It is hidden using css in the Advanced tab -> Custom CSS
Η σοβαρότητα των καταγμάτων εξαρτάται από τη δύναμη που τα προκάλεσε. Στην περίπτωση που το οστό έχει ξεπεράσει για λίγο τα όρια της αντοχής του, τότε μπορεί να σπάσει χωρίς να σημειωθεί αξιόλογη παρεκτόπιση. Εφόσον όμως η ασκηθείσα δύναμη είναι κατά πολύ μεγαλύτερη της αντοχής του οστού, όπως συμβαίνει χαρακτηριστικά σε μια πτώση από μεγάλο ύψος, τότε το οστό θα θρυμματιστεί.
Είναι χρήσιμο να γνωρίζετε ότι τα οστά είναι ένας ζωντανός ιστός τα οποία διακρίνονται για την πλούσια αιμάτωσή τους και τη μεταβολική δραστηριότητά τους. Μάλιστα τα οστά έχουν και ελαστικότητα, παρότι φαινομενικά είναι άκαμπτα, χάρη στην οποία απορροφούν κραδασμούς και αντιδρούν σε δυνάμεις που επιχειρούν να τα κάμψουν.
Τα κατάγματα διαχωρίζονται σε 7 τύπους:
- Παρεκτοπισμένο κάταγμα: Σε αυτή την περίπτωση απαιτείται ανάταξη με κλειστή ή ανοιχτή χειρουργική τεχνική
- Συντριπτικό κάταγμα: Τα σπασμένα άκρα του οστού εμφανίζουν πολλαπλά μικρότερα θραύσματα, τα οποία προκαλούν αστάθεια και δυσκολεύουν την ανάταξη κλειστού τύπου
- Σταθερό κάταγμα: Εδώ, τα άκρα του οστού βρίσκονται στη θέση τους και δεν ελλοχεύει κίνδυνος περαιτέρω παρεκτόπισης
- Ανοιχτό-σύνθετο κάταγμα: Το κάταγμα αυτού του τύπου σημαίνει ότι το οστό μπορεί να διαπεράσει το δέρμα ή να τρυπηθεί από έξω λόγω της έντονης βίας που ασκείται στο οστό. Υπό αυτό το πρίσμα το ανοιχτό-σύνθετο κάταγμα έχει υποκατηγορίες, βάσει του εύρους της βλάβης που έχουν υποστεί τα μαλακά μόρια και το δέρμα, και συνεπώς η ανάλογη αντιμετώπιση η οποία σε κάθε περίπτωση πρέπει να είναι άμεση
- Λοξό κάταγμα: Όταν η γραμμή του κατάγματος σχηματίζει γωνία μικρότερη των 90 μοιρών με τον άξονα του οστού
- Εγκάρσιο κάταγμα: Η παραπάνω γωνία σχηματίζεται στις 90 μοίρες
- Σπειροειδές κάταγμα: Σε αυτόν τον τύπο η γραμμή του κατάγματος είναι λοξή, αλλά εξελίσσεται ελικοειδώς
Τα κατάγματα δίνουν αντικειμενικά και υποκειμενικά συμπτώματα. Στα πρώτα συγκαταλέγονται το οίδημα στην περιοχή του σπασίματος, η ευαισθησία όταν ασκείται πίεση, η παραμόρφωση, η εκχύμωση, μια αφύσικη κίνηση στο σημείο του κατάγματος και ο κριγμός, δηλαδή ένας ήχος που ακούγεται και μοιάζει με κρακ. Στα υποκειμενικά συμπτώματα συμπεριλαμβάνονται ο πόνος και η δυσκολία ή αδυναμία κίνησης του άκρου που έχει υποστεί κάταγμα που διαφέρουν από άνθρωπο σε άνθρωπο.
Εξάλλου, σε λίγες περιπτώσεις τα κατάγματα μπορεί να μην δίνουν εμφανή ή ενοχλητικά συμπτώματα, όπως είναι ένα σπονδυλικό κάταγμα σε άνθρωπο με οστεοπόρωση ή ένα ράγισμα στην ποδοκνημική ή τον καρπό που στην αρχή μοιάζει με διάστρεμμα ή θλάση. Σε κάθε περίπτωση όμως ο ορθοπαιδικός χειρουργός είναι ο μόνος αρμόδιος για να προβεί στη σωστή διάγνωση.
Ο ορθοπαιδικός χειρουργός θα σας εξετάσει πρώτα κλινικά για να εντοπίσει τον μηχανισμό της κάκωσης και το μέγεθός της. Η κλινική εξέταση συμπληρώνεται από τον απαραίτητο απεικονιστικό έλεγχο που μπορεί να περιλαμβάνει ακτινογραφία και αξονική τομογραφία και σε κάποιες μόνο περιπτώσεις μαγνητική τομογραφία.
Αν και τα κατάγματα μπορούν να εντοπιστούν σε κάθε οστό, εντούτοις συνήθως παρατηρούνται στον καρπό, στην ποδοκνημική, στον ώμο και στο ισχίο και πιο σπάνια στο στέρνο, στα πλευρά και στη λεκάνη.
Όταν ο ορθοπαιδικός σχηματίσει τη διάγνωση τότε θα αναλύσει τις επιλογές που υπάρχουν για την αντιμετώπιση των καταγμάτων.
Μία πρώτη συντηρητική προσέγγιση είναι η κλειστή ανάταξη που σημαίνει ότι το οστό τοποθετείται στη σωστή ανατομική θέση του δίχως να απαιτείται χειρουργική επέμβαση.
Η ακινητοποίηση συνίσταται στην τοποθέτηση νάρθηκα, του λεγόμενου γύψου, ο οποίος αφαιρείται μετά από ένα διάστημα 4 ως 12 εβδομάδων το οποίο απαιτείται για να ανακτηθεί η ασφαλής και σωστή κινητοποίηση του σκέλους.
Τρίτος τρόπος αντιμετώπισης των καταγμάτων είναι μια τεχνική που πλέον έχει σχεδόν εγκαταλειφθεί και ακούει στο όνομα εφαρμογή έλξης. Για παράδειγμα με αυτή την τεχνική αντιμετωπίζονται κατάγματα του μηριαίου σε παιδιά 4-5 ετών ή σε ένα κάταγμα κοτύλης σε ενήλικα που δεν έχει παρεκτοπιστεί.

Η οστεοσύνθεση είναι μια άλλη επιλογή του ορθοπαιδικού η οποία είναι επεμβατική και συνδράμει την ανάταξη και τη σταθεροποίηση του οστού στην αρχική θέση του.
Η μέθοδος της ανοιχτής ανάταξης με εσωτερική οστεοσύνθεση είναι επίσης χειρουργική και σκοπεύει στην ανάταξη των τμημάτων του οστού με την προσθήκη μηχανικών μερών που συμβάλλουν στη συγκράτησή τους.
Ακόμα, η κλειστή ανάταξη με ενδομυελική ήλωση, σημαίνει ότι ο ορθοπαιδικός χειρουργός θα ανατάξει και θα σταθεροποιήσει το κάταγμα με ήλους, δηλαδή ράβδους, που τοποθετούνται στον μυελό των οστών. Όταν αυτή η τεχνική διενεργείται σωστά τότε παρέχει πολύ καλά αποτελέσματα και παράλληλα δεν επηρεάζει τους μηχανισμούς του οργανισμού που βοηθούν στην επούλωση των καταγμάτων.