Ο ορθοπαιδικός χειρουργός θα σας εξετάσει πρώτα κλινικά για να εντοπίσει τον μηχανισμό της κάκωσης και το μέγεθός της. Η κλινική εξέταση συμπληρώνεται από τον απαραίτητο απεικονιστικό έλεγχο που μπορεί να περιλαμβάνει ακτινογραφία και αξονική τομογραφία και σε κάποιες μόνο περιπτώσεις μαγνητική τομογραφία.
Αν και τα κατάγματα μπορούν να εντοπιστούν σε κάθε οστό, εντούτοις συνήθως παρατηρούνται στον καρπό, στην ποδοκνημική, στον ώμο και στο ισχίο και πιο σπάνια στο στέρνο, στα πλευρά και στη λεκάνη.
Όταν ο ορθοπαιδικός σχηματίσει τη διάγνωση τότε θα αναλύσει τις επιλογές που υπάρχουν για την αντιμετώπιση των καταγμάτων.
Μία πρώτη συντηρητική προσέγγιση είναι η κλειστή ανάταξη που σημαίνει ότι το οστό τοποθετείται στη σωστή ανατομική θέση του δίχως να απαιτείται χειρουργική επέμβαση.
Η ακινητοποίηση συνίσταται στην τοποθέτηση νάρθηκα, του λεγόμενου γύψου, ο οποίος αφαιρείται μετά από ένα διάστημα 4 ως 12 εβδομάδων το οποίο απαιτείται για να ανακτηθεί η ασφαλής και σωστή κινητοποίηση του σκέλους.
Τρίτος τρόπος αντιμετώπισης των καταγμάτων είναι μια τεχνική που πλέον έχει σχεδόν εγκαταλειφθεί και ακούει στο όνομα εφαρμογή έλξης. Για παράδειγμα με αυτή την τεχνική αντιμετωπίζονται κατάγματα του μηριαίου σε παιδιά 4-5 ετών ή σε ένα κάταγμα κοτύλης σε ενήλικα που δεν έχει παρεκτοπιστεί.

Η οστεοσύνθεση είναι μια άλλη επιλογή του ορθοπαιδικού η οποία είναι επεμβατική και συνδράμει την ανάταξη και τη σταθεροποίηση του οστού στην αρχική θέση του.
Η μέθοδος της ανοιχτής ανάταξης με εσωτερική οστεοσύνθεση είναι επίσης χειρουργική και σκοπεύει στην ανάταξη των τμημάτων του οστού με την προσθήκη μηχανικών μερών που συμβάλλουν στη συγκράτησή τους.
Ακόμα, η κλειστή ανάταξη με ενδομυελική ήλωση, σημαίνει ότι ο ορθοπαιδικός χειρουργός θα ανατάξει και θα σταθεροποιήσει το κάταγμα με ήλους, δηλαδή ράβδους, που τοποθετούνται στον μυελό των οστών. Όταν αυτή η τεχνική διενεργείται σωστά τότε παρέχει πολύ καλά αποτελέσματα και παράλληλα δεν επηρεάζει τους μηχανισμούς του οργανισμού που βοηθούν στην επούλωση των καταγμάτων.