ΕΛΛΗΝΙΚΑ

ΟΡΘΟΠΑΙΔΙΚΕΣ

feat_img_bg2

Από τις πιο κοινές παθήσεις που θα αντιμετωπίσει κάθε άνθρωπος στη διάρκεια της ζωής του είναι οι ορθοπαιδικές παθήσεις. Εκατομμύρια άνθρωποι σε ολόκληρο τον κόσμο, ανεξαρτήτως φύλου, ταλαιπωρούνται από κάποια ορθοπαιδική πάθηση, η οποία μπορεί να είναι εκφυλιστική, τραυματική ή κληρονομική.

Οι παθήσεις της σπονδυλικής στήλης, η οστεοπόρωση, ο βλαισός μεγάλος δάκτυλος (το λεγόμενο κότσι) και η τενοντίτιδα είναι μερικές από τις ορθοπαιδικές παθήσεις που συναντώνται συχνότερα. Ποια είναι όμως τα βασικά τους γνωρίσματα και πώς διαγιγνώσκονται;

Keep this to have all items collapsed by default

It is hidden using css in the Advanced tab -> Custom CSS

Μία υποκατηγορία των παθήσεων της σπονδυλικής στήλης είναι οι εκφυλιστικές, οι οποίες φθείρουν σταδιακά τη σπονδυλική στήλη με το πέρασμα των χρόνων. Αποδίδονται σε κληρονομικούς παράγοντας, σε κακή στάση σώματος και στη διαρκή καταπόνηση της σπονδυλικής στήλης είτε λόγω της φύσης της εργασίας του ασθενούς είτε εξαιτίας άλλων νόσων.

Οι εκφυλιστικές παθήσεις της σπονδυλικής στήλης μπορούν να επηρεάσουν κάθε δομή της και συγκεκριμένα τους δίσκους, τα οστά και τους χόνδρους, προκαλώντας πόνο και δυσκαμψία στην πλάτη και στην οσφυϊκή χώρα.

Σε αυτή την υποκατηγορία κατατάσσεται, μεταξύ άλλων, η στένωση του σπονδυλικού σωλήνα, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε μυελοπάθεια ή νευρογενή διαλείπουσα χωλότητα και προκαλεί πόνο στα ισχία και στους μηρούς, ιδίως μετά από περπάτημα κάποιας ώρας.

Μία άλλη εκφυλιστική πάθηση είναι η αρθρίτιδα που εκδηλώνεται με πόνο και δυσκαμψία. Η οστεοαρθρίτιδα μάλιστα είναι ο τύπος που συναντάται συχνότερα. Παράλληλα, η μηχανική τριβή του χόνδρου με τις αποφυσιακές αρθρώσεις προκαλούν οστεόφυτα.

Οι παθήσεις στις ρίζες των νεύρων είναι ακόμα μία εκφυλιστική πάθηση η οποία πυροδοτείται από τις κήλες στους δίσκους, τα οστεόφυτα και τους παχυνόμενους συνδέσμους που συμπιέζουν τον νωτιαίο μυελό και τις ρίζες των νεύρων. Ως αποτέλεσμα παρουσιάζεται πόνος, αδυναμία και μούδιασμα στην περιοχή που εντοπίζεται το πρόβλημα.

Άλλη μία εκφυλιστική πάθηση είναι η μυελοπάθεια. Σε αυτή την περίπτωση αποδυναμώνεται η λειτουργία του νωτιαίου μυελού να αποστέλλει σήματα από τον εγκέφαλο στο σώμα.

Παθήσεις σπονδυλικής στήλης

Επιπλέον, η παραμόρφωση της σπονδυλικής στήλης και η σκολίωση ενηλίκων επιφέρει μείζονες μεταβολές στην ανατομία και στη βιολογία του ασθενούς επηρεάζοντας τη στάση και την κίνηση του σώματος. Εκτενής δυσκαμψία και αλλοιώσεις στον μεσοσπονδύλιο δίσκο είναι τα πιο κοινά συμπτώματα.

Οι κακώσεις της σπονδυλικής στήλης συγκαταλέγονται στις πιο επιζήμιες κατηγορίες κακώσεων, δεδομένου ότι μπορεί να οδηγήσουν σε κακώσεις του νωτιαίου μυελού και ως εκ τούτου ακόμη και σε αυξημένα ποσοστά αναπηρίας.

Παράλληλα, υπάρχουν και οι λοιμώξεις της σπονδυλικής στήλης που διακρίνονται σε βακτηριακές και μη βακτηριακές. Αφορούν πρωτίστως ανοσοκατασταλμένους και ηλικιωμένους ασθενείς. Η αντιμετώπιση γίνεται αρχικά συντηρητικά και έπειτα χειρουργικά, αν αποτύχει η πρώτη προσέγγιση.

Οι νεοπλασματικές παθήσεις της σπονδυλικής στήλης είναι η Τρίτη συχνότερη εστία μεταστατικών όγκων μετά τον πνεύμονα και το ήπαρ. Η αστάθεια, η νευρολογική ανεπάρκεια και ο πόνος είναι τα συμπτώματα που εκδηλώνονται ανάλογα με το στάδιο και την επιθετικότητα του όγκου.

Άλλες παθήσεις της σπονδυλικής στήλης είναι οι ρευματικές που επιφέρουν χρόνιο πόνο και οίδημα, καθώς επίσης και νευρολογικές διαταραχές στα πόδια ή έντονη δυσκαμψία στη σπονδυλική στήλη. Η ρευματοειδής σπονδυλίτιδα βάλλει κυρίως τις γυναίκες και προκαλεί ευρεία αστάθεια στην ινιοαυχενική περιοχή της σπονδυλικής στήλης, ενώ η αγκυλοποιητική σπονδυλίτιδα «χτυπά» πιο συχνά τους νέους άνδρες κάτω των 25 ετών, και εκδηλώνεται με πόνο και δυσκαμψία στη σπονδυλική στήλη.

Η οστεοπόρωση αποτελεί μία από τις συχνότερες ορθοπαιδικές παθήσεις, καθώς 1 στις 3 γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση και 1 στους 5 άνδρες πάνω από τα 50 έτη διαγιγνώσκεται με αυτή.

Αυτοί οι ασθενείς έχουν μειωμένη οστική μάζα και διαταραχές στη δομική αρχιτεκτονική των οστών, συνθήκη που τους κάνει πιο επιρρεπείς στα κατάγματα, τα οποία μπορούν να υποβαθμίσουν την ποιότητα ζωής όταν συμβούν, ειδικά σε μεγάλη ηλικία.

Η οστεοπόρωση διακρίνεται στην πρωτοπαθή, που σχετίζεται με την εμμηνόπαυση ή την ηλικία, και στη δευτεροπαθή που αφορά ασθενείς που πάσχουν από συγκεκριμένα νοσήματα, όπως η ρευματοειδής αρθρίτιδα, ή που λαμβάνουν αγωγή με αντιεπιληπτικά ή κορτιζόνη. Η οστεοπόρωση λόγω ηλικίας εμφανίζεται μετά τα 70 χρόνια και μπορεί να επηρεάσει και τα δύο φύλα.

Οστεοπόρωση

Πρέπει να σημειωθεί ότι υπάρχει μια σειρά παραγόντων που αυξάνουν τις πιθανότητες για οστεοπόρωση οι οποίοι συνοψίζονται ως εξής:

  • Γενετικοί
  • Κληρονομικοί
  • Το φύλο όταν πρόκειται για γυναίκα
  • Ιστορικό κατάγματος
  • Ηλικία άνω των 50 ετών
  • Εμμηνόπαυση
  • Ποικίλες παθήσεις
  • Διαρκής χορήγηση κορτιζόνης

Πέρα από αυτούς τους παράγοντες, που δεν μπορούν να τροποποιηθούν, υπάρχουν και κάποιοι άλλοι που μπορούν και είναι οι ακόλουθοι:

  • Χαμηλά επίπεδα ασβεστίου και βιταμίνης D που συμβάλλουν στην υγιή ανάπτυξη των οστών και της μάζας τους
  • Καθιστική ζωή και απουσία σωματικής άσκησης
  • Αυξημένη κατανάλωση αλκοόλ
  • Χαμηλό σωματικό βάρος
  • Κάπνισμα

Τα συμπτώματα της οστεοπόρωσης

Η οστεοπόρωση θεωρείται «σιωπηλή» νόσος, καθώς για αρκετό χρόνο δεν δίνει συμπτώματα, την ώρα όμως που η οστική μάζα αλλοιώνεται. Το πρώτο σύμπτωμα είναι το κάταγμα το οποίο σε ασθενείς με οστεοπόρωση μπορεί να οδηγήσει σε ένα επόμενο που θα είναι συντριπτικό. Μάλιστα το πιο πιθανό σημείο που μπορεί να υποστεί κάταγμα είναι η σπονδυλική στήλη, η πηχεοκαρπική άρθρωση και το ισχίο. Επίσης, το κάταγμα μπορεί να εμφανιστεί με τη μορφή πόνου στη μέση χωρίς να έχει προηγηθεί κάποιο τραύμα.

Η διάγνωση της οστεοπόρωσης

Η διάγνωση της οστεοπόρωσης επιτυγχάνεται με τη μέτρηση της οστικής πυκνότητας στην οσφυϊκή μοίρα και στο εγγύς άκρο του μηριαίου οστού. Βέβαια, ο ορθοπαιδικός έχει τη δυνατότητα να αξιοποιήσει και άλλες μεθόδους αξιολόγησης του κινδύνου για κάταγμα, αναλύοντας και άλλους παράγοντες, πέραν της οστικής πυκνότητας.

Ο βλαισός μεγάλος δάκτυλος, το γνωστό και ως «κότσι», είναι μία από τις πιο συχνές ορθοπαιδικές παθήσεις που παραμορφώνουν το πόδι. Ειδικότερα, προκαλείται η απόκλιση της εγγύς φάλαγγας του μεγάλου δακτύλου προς τα έξω με αποτέλεσμα να σχηματίζεται εξοστωση, δηλαδή το κότσι, στην εσωτερική πλευρά της πρώτης μεταταρσιοφαλαγγικής άρθρωσης.

Ο βλαισός μεγάλος δάκτυλος παρουσιάζεται στο 23% των ενηλίκων μεταξύ των 18 και των 65 ετών και στο 36% στις ηλικίες πάνω από 65 έτη.

Αν και δεν γνωρίζουμε ακριβώς τα αίτια που προκαλούν αυτή την ορθοπεδική πάθηση, εντούτοις είναι δεδομένο ότι πλήττει συχνότερα τις γυναίκες και όσους φορούν σφιχτά παπούτσια ή τακούνια. Παράλληλα, ρόλο διαδραματίζει και η κληρονομικότητα.

Τα συμπτώματα του βλαισού μεγάλου δακτύλου εξαρτώνται από το αν η πάθηση είναι ήπια, μέτρια ή σοβαρή. Στην τελευταία περίπτωση ο βλαισός μεγάλος δάκτυλος προκαλεί οίδημα, δυσκολία στη βάδιση, ειδικά με στενά παπούτσια, πόνο και ερυθρότητα.

Η διάγνωση του βλαισού μεγάλου δακτύλου επιβεβαιώνεται με την κλινική εξέταση, καθώς επίσης και με ακτινογραφίες.

Βλαισός μεγάλος δάκτυλος εσωτερική

Με τον όρο τενοντίτιδα εννοείται η φλεγμονή οποιουδήποτε τένοντα του σώματος λόγω κάκωσης ή υπερχρήσης του. Η τενοντίτιδα συναντάται πολύ συχνά στους ανθρώπους, ιδίως σε αθλητές και σε εργαζόμενους των οποίων το αντικείμενο απαιτεί υπερβολική χρήση ενός ή περισσότερων τενόντων.

Η τενοντίτιδα συμβαίνει συχνά καθώς οι τένοντες είναι ελαστικές δομές μαλακών μορίων που συγκρατούν τους μυς με τα οστά, ώστε να κινούνται οι αρθρώσεις και συνεπώς είναι πιο ευάλωτοι σε τραυματισμούς.

Τενοντίτιδα

Τις περισσότερες φορές η τενοντίτιδα εκδηλώνεται στις εξής ανατομικές περιοχές:

  1. Ώμους
  2. Αγκώνες
  3. Καρπούς
  4. Αντίχειρες
  5. Γόνατα
  6. Ισχία
  7. Ποδοκνημική

 

Η φυσική κατάσταση και οι καθημερινές δραστηριότητες του κάθε ανθρώπου έχουν άμεση συσχέτιση με την εμφάνιση της τενοντίτιδας. Άλλοι παράγοντες που μπορεί να συμβάλλουν στην εκδήλωση τενοντίτιδας είναι μια σειρά παθήσεων, όπως ο διαβήτης, οι λανθασμένες στάσεις του σώματος στο περπάτημα, το κάθισμα ή τη στάση, κάποιες μορφές αρθρίτιδας, οι απότομες κινήσεις  και τυχόν παρενέργειες από φαρμακευτική αγωγή.  

Αν και τα συμπτώματα της τενοντίτιδας διαφέρουν ανάλογα με την περιοχή που εκδηλώνεται, εντούτοις κατά γενικό κανόνα υπάρχουν κάποια κοινά, όπως ο έντονος πόνος ειδικά κατά την κίνηση του άκρου, ήπιο πρήξιμο, αδυναμία εκτέλεσης συγκεκριμένων κινήσεων και ευαισθησία στην τραυματισμένη περιοχή. Συνήθως, δε, αυτά τα συμπτώματα γίνονται ακόμη πιο έντονα κατά τη διάρκεια της νύχτας.

Η διάγνωση της τενοντίτιδας είναι απλή υπόθεση, αρκεί ο ορθοπαιδικός να είναι έμπειρος, και μπορεί να επιβεβαιωθεί με τη λήψη αναλυτικού ιστορικού και την κλινική εξέταση του ασθενούς.