ΕΛΛΗΝΙΚΑ

Το σύνδρομο του καρπιαίου σωλήνα είναι εκ των κυριότερων αιτιών πόνου στον καρπό και εμφανίζεται τις περισσότερες φορές στις γυναίκες μέσης ηλικίας που διανύουν το στάδιο της εμμηνόπαυσης. Ο πόνος στο χέρι, το κάψιμο, η αίσθηση τσιμπήματος, μούδιασμα του αντίχειρα, του δείκτη και του μέσου δακτύλου είναι τα πιο συχνά παρατηρούμενα συμπτώματα.

Πρέπει να σημειωθεί ότι αν ο ασθενής αμελήσει να επισκεφθεί τον ορθοπαιδικό τότε η κατάσταση επιδεινώνεται καθώς αυξάνεται η πίεση που ασκείται στο μέσο νεύρο στο ύψος του καρπού. Αυτό είναι το νεύρο το οποίο σχηματίζεται στην αυχενική μοίρα της σπονδυλικής στήλης, διατρέχει το βραχιόνιο και την παλαμιαία επιφάνεια του αντιβραχίου για να καταλήξει στα δάχτυλα διαμέσου του καρπιαίου σωλήνα.

Η ένταση των συμπτωμάτων του καρπιαίου σωλήνα οφείλεται στο γεγονός ότι το νεύρο που δέχεται την πίεση νευρώνει τους μυς του χεριού και χαρίζει την ικανότητα της αίσθησης στην παλάμη μέσω του αντίχειρα, του δείκτη και του μέσου. Ακόμα, παρέχει τη δυνατότητα της κίνησης στους μυς πέριξ του αντίχειρα. Από τον καρπιαίο σωλήνα διέρχονται και οι τένοντες στους οποίους βασίζεται η ικανότητα κάμψης των δαχτύλων.

Για να αποφευχθεί μόνιμη βλάβη στο μέσο νεύρο έχει αποδειχθεί ότι απαιτείται να διαγνωστεί το πρόβλημα εγκαίρως. Σε αυτή την περίπτωση τα συμπτώματα του καρπιαίου σωλήνα δύναται να αντιμετωπιστούν συντηρητικά. Ειδάλλως, εφόσον τα συμπτώματα επιμένουν και υποβαθμίζουν την ποιότητα ζωής του ασθενούς, τότε χρειάζεται χειρουργική επέμβαση για να αποσυμπιεστεί το νεύρο με διατομή του εγκάρσιου συνδέσμου.

Η πιο σύγχρονη επεμβατική μέθοδος για τη θεραπεία του συνδρόμου καρπιαίου σωλήνα είναι η ολική αρθροπλαστική, δεδομένου ότι με αυτή αποφεύγονται πλέον τυχόν τραυματισμοί υγιών παρακείμενων ιστών. Παράλληλα, απαιτούνται μόλις 1-2 μικρές τομές με αποτέλεσμα να αποφεύγονται οι ουλές και να διατηρείται η συνέχεια του δέρματος.

Η ολική αρθροπλαστική μπορεί να διενεργηθεί ακόμα και με τοπική αναισθησία και ο ασθενής να επιστρέψει στις δραστηριότητές του πολύ πιο γρήγορα και με λιγότερους περιορισμούς στις κινήσεις του στην πρώτη φάση της αποκατάστασης.

Συνήθως μετά την επέμβαση θα χρειαστεί το χέρι να τοποθετηθεί πάνω από την περιοχή της καρδιάς για να αποτραπεί η ακαμψία και να περιοριστεί το πρήξιμο, ενώ ο ασθενής θα νιώθει έναν ήπιο πόνο στην παλάμη για αρκετό διάστημα.

Με το πέρασμα 2-3 μηνών ανακτάται η δύναμη στο χέρι, εκτός από βαριές περιπτώσεις που μπορεί να απαιτηθούν έως και 6 μήνες.

Είναι χαρακτηριστικό ότι βάσει των δεδομένων της Αμερικανικής Ακαδημίας Ορθοπεδικών Χειρουργών (AAOS), εφόσον συνυπάρχουν τενοντίτιδα ή αρθρίτιδα ο χρόνος αποκατάστασης επιμηκύνεται περισσότερο, ενώ αν καταγραφεί και ευρεία απώλεια της αίσθησης ή και απώλεια μυών πέριξ της βάσης του αντίχειρα, τότε η μετεγχειρητική αποκατάσταση θα χρειαστεί ακόμη περισσότερο χρόνο.